Cinema


Θα εγκαινιάσω αυτή τη στήλη στο νέο αυτό ηλεκτρονικό περιοδικό κάνοντας αναφορά σε ορισμένες από τις ταινίες που πρόκειται να προβληθούν στην ερχόμενη κινηματογραφική σεζόν και που έτυχε να δω πρόσφατα στο εξωτερικό. Όπως θα παρατηρήσετε θα αναφερθώ -δυστυχώς- μόνο στα μεγάλα αμερικανικά blockbuster καθώς κυρίως αυτά παιζόντουσαν εκείνο τον καιρό.


Batman Forever
Σκηνοθεσία: Joel Schumacher


Η τρίτη συνέχειά του Batman είναι εντελώς διαφορετική από τις δυο προηγούμενες και όχι μόνο εξαιτίας της αλλαγής του πρωταγωνιστή (Βαλ Κιλμερ αντί Μαϊκλ Κητον στο ρόλο του Batman). Η αντικατάσταση του Τιμ Μπαρτον από τον Σουμαχερ είχε προφανείς εμπορικούς στόχους καθώς στις προηγούμενες ταινίες κυριαρχούσε ένα ζοφερό κλίμα που τις καθιστούσε ακατάλληλες για ευρεία εκμετάλλευση. Έτσι ο Σουμαχερ κλήθηκε για να προσαρμόσει τον ήρωα και την ατμοσφαίρα της σειράς στα χολυγουντιανά πρότυπα από τα οποία ξέφευγαν οι δυο προηγούμενες.
Το αποτέλεσμα ήταν μια εντελώς αποτυχημένη ταινία με βιντεοκλιπάδικη αισθητική, ένα γεμάτο κενά σενάριο, καταιγιστική αλλά ασύνδετη δράση και διάφορες αστείες ψυχαναλυτικές αναφορές που μπήκαν στην ταινία μόνο και μόνο για να της δώσουν μια -δήθεν- πιο σοβαρή χροιά. Οι κακοί της ταινίας (ο Riddler και ο Harvey Two-Face) είναι καρικατούρες και χωρίς καμιά κινηματογραφική υπόσταση (Καμιά σχέση με τον joker και τον Πιγκουίνο).
Τα σκηνικά της ταινίας έχουν αλλάξει προς το εκθαμβωτικότερο και χάθηκε το γοτθικό στοιχείο που χαρακτήριζε τις δυο προηγούμενες ταινίες. Ο Robin είναι πραγματικά για κλάματα και η παρουσία του αποτελεί μια προσπάθεια επιστροφής στα βλακώδη πρότυπα της τηλεοπτικής σειράς.
Εντελώς μονοδιάστατος σαν χαρακτήρας δεν προσθέτει τίποτα στην ταινία και ουσιαστικά δεν έχει λόγω ύπαρξης σ' αυτήν. Η μουσική του Elliot Goldenthal δε συγκρίνεται με την αντίστοιχη του Danny Elfman και περνάει απαρατήρητη. Αυτό που καταντάει τέλος ενοχλητικό είναι η απουσία οποιασδήποτε συνοχής στην ταινία που την κάνει να μοιάζει με ένα δίωρο βιντεοκλίπ.
Από το ναυάγιο, τέλος, οι μόνοι που σώζονται κάπως είναι οι πρωταγωνιστές. Ο Βαλ Κιλμερ είναι αρκετά καλός στον ρόλο του αλλά ο Μαϊκλ Κητον ήταν ομολογουμένως πιο κατάλληλος. Ο Τομυ Λη Τζοουνς διασκεδάζει αφάνταστα με τον ρόλο του αλλά είναι εντελώς μονοδιάστατος σαν χαρακτήρας. Ουδέν σχόλιον για τον Τζιμ Καρευ που μόνο ηθοποιός δεν είναι......


Judge Dredd
Σκηνοθεσία: Danny Cannon

Εδώ δε χρειάζεται να πούμε πολλά γιατί όπως φυσικά αναμενόταν η ταινία είναι εντελώς ανάξια λόγου. Πρόκειται για μια 100% τυποποιημένη χολυγουντιανή παραγωγή που προσπαθεί να έχει λίγο από όλα: χιούμορ (αν είναι δυνατόν!!!!), ακατάπαυστη δράση, εντυπωσιακά ειδικά εφέ κ.α. Το αποτέλεσμα δε διαφέρει από τα άπειρα ανεγκέφαλα χολυγουντιανά κατασκευάσματα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια που υποτίθεται ότι ανήκουν στο χιλιοταλαιπωρημένο είδος της επιστημονικής φαντασίας (π.χ. Stargate). Η δράση είναι προβλέψιμη, αληθοφανής και σε τελική ανάλυση αδιάφορη και οι καταστάσεις εντελώς απλοϊκές. Το μόνο που ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη φαίνεται ότι είναι οι σκηνές δράσης και δεν αξιοποιεί καθόλου το υλικό του για να μας δώσει μια εφιαλτική εικόνα του μέλλοντος όπως στο Blade Runner. Τέλος ο Σταλονε είναι στο ίδιο χαμηλό επίπεδο με τις προηγούμενες ταινίες του. Οι φίλοι του κόμικς θα απογοητευτούν σφοδρά και οι φίλοι του κινηματογράφου ακόμα περισσότερο.


Die Hard with a Vengeance
Σκηνοθεσία: John Mc Tiernan


Άλλη μια τυπική χολυγουντιανή περιπέτεια στα συνήθη πρότυπα. Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με την πρώτη ταινία της σειράς είναι αρκετά γυρισμένη με ένταση και ρυθμό που καθηλώνει τον θεατή. Βέβαια είναι πολύ περιορισμένου βεληνεκούς (όπως όλες οι ταινίες αυτού του τύπου) και χωρίς κάτι το ιδιαίτερα πρωτότυπο. Οι θαυμαστές των προηγούμενων ταινιών της σειράς θα μείνουν απόλυτα ικανοποιημένοι όπως και αυτοί που δεν έχουν βαρεθεί ακόμα να βλέπουν τέτοιου τύπου ταινίες.
Οι ερμηνείες είναι επαρκείς για τις ανάγκες της ταινίας και ο κακός της ταινίας (Τζερεμυ Αιρονς) κλέβει την παράσταση.


WaterWorld
Σκηνοθεσία: Kevin Reynolds

Μια φιλόδοξη υπερπαραγωγή με ένα πρωτότυπο θέμα που καταφέρνει, χωρίς να είναι τίποτα το συγκλονιστικό, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η ταινία προσπαθεί κάπως να αποφύγει τα κλισέ των ταινιών δράσης και να δώσει μια πεσιμιστική εικόνα της ανθρωπότητας αλλά οι συνεχείς συγκρούσεις του πρωταγωνιστή με τον σκηνοθέτη δεν της επέτρεψαν να ολοκληρώσει απόλυτα τους στόχους της. Η ταινία διαθέτει μια ανομοιογένεια ύφους και από τη μέση και ύστερα καταφεύγει στα γνωστά κλισέ και στις υπερβολές προκειμένου να δικαιολογηθεί ο μεγάλος προϋπολογισμός και να φέρει πίσω τα λεφτά της. Είναι κρίμα που ο Kevin Reynolds δεν είχε τον πλήρη έλεγχο της ταινίας γιατί είναι ένας σκηνοθέτης με πολύ καλή αίσθηση του χώρου που καταφέρνει να δίνει έμφαση στους χαρακτήρες μέσα από τις περιπετειώδεις σκηνές. Ο σκοπός του φαίνεται ότι ήταν να αφηγηθεί μια αντιηρωική ιστορία αλλά ο Costner και οι παραγωγοί δεν τον άφησαν αλλοιώνοντας του το σενάριο και απομακρύνοντας τον από την αίθουσα του μοντάζ. Πάντως το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζει σίγουρα ενδιαφέρον και είναι σαφώς ανώτερο από το μέσο επίπεδο των χολυγουντιανών υπερπαραγωγών. Αξίζει τον κόπο να τη δει κανείς όσο προκατειλημμένος και αν είναι....

Γιώργος Τζαμαλής (gtzam@prometheus.hol.gr)