Άτιτλο...

από τον Αλέξανδρο Μπούκουρη.


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι που πίστευε ότι δεν είναι ίδιο με κανένα άλλο παιδάκι. Που πίστευε -όπως όλα τα παιδάκια της ηλικίας του- ότι μπορεί να αλλάξει, αν όχι το κόσμο, τουλάχιστο μερικά από τα λάθη του.

Έτσι, κάποια στιγμή -λέει η ιστορία- το παιδάκι αυτό βρήκε και άλλα παιδάκια με ίδιες ιδέες. Όχι ίδια παιδάκια, αλλά ίδιες ιδέες. Και προσπάθησαν. Έκαναν μία ομάδα από παιδάκια και προσπάθησαν. Ξεκίνησαν κάτι το οποίο αγαπούσαν και πίστευαν. Κάτι που τους γέμιζε. Κάτι που σκέφτηκαν και ξεκίνησαν μόνοι τους. Κάτι που προσέφεραν σε όλα τα παιδάκια και τους μεγάλους του κόσμου. Ενός ηλεκτρονικού κόσμου. Του δικού τους κόσμου.

Στην αρχή κάτι άλλα παιδάκια πήραν πέτρες -και λάσπη- και άρχισαν να τα πετάνε εναντίον του, επειδή τόλμησαν να αλλάξουν κάτι... από το κόσμο. Οι μικρές πέτρες δεν έκαναν τίποτα και φώναξαν και μεγάλους -που είναι πιο δυνατοί- για να πετάξουν μεγαλύτερες πέτρες. Έτσι τα παιδάκια δεν άλλαξαν κάτι... από το κόσμο, όμως έκαναν μία πληγή -και δεν απογοητεύτηκαν.

Το παιδάκι της ιστορίας μας, μαζί με μερικά ακόμη συνέχισαν. Συνέχισαν αυτό που αγαπούσαν. Βρήκαν καινούρια παιδάκια, Βρήκαν μεγάλους που μπήκαν στη παρέα τους, και συνέχισαν. Ναι, συνέχισαν. Ήρθαν παιδάκια, έφυγαν παιδάκια και αυτό συνεχίστηκε για περισσότερο από ενάμισι χρόνο. Από τα παιδάκια που ήταν στην αρχή έμειναν μόνο δύο. Δεν τους πείραζε όμως, γιατί είχαν μεγάλη παρέα και ποτέ δε τσακώθηκαν μεταξύ τους.

Μεγάλοι και μικροί ζήλεψαν. Έκαναν το ίδιο. Καλύτερα ή χειρότερα δεν τους ενδιέφερε. Πολλοί μεγάλοι αντέγραψαν τα παιδάκια. Και αυτό δεν τους ένοιαζε. Τους ένοιαζε μόνο ότι έκαναν κάτι καλό. Κάτι τόσο καλό που το αντίγραφαν αμέσως και άλλοι.

Ξαφνικά όμως, μία μέρα, το παιδάκι αυτό έπρεπε να φύγει. Να φύγει για αρκετό καιρό, γιατί ίσως σταμάτησε να είναι παιδάκι. Το κάλεσε η μαμά πατρίδα, να της προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αυτό που έφτιαχνε όμως δεν έπρεπε να σταματήσει. Έτσι, ανέλαβαν άλλοι να κάνουν και το δικό του κομμάτι της δουλειάς και όλα πήγαιναν καλά.

Μια μέρα, όπως συνεχίζει η ιστορία, το παιδάκι αυτό μαθαίνει ότι στη παρέα τσακώθηκαν. Τα άλλα παιδάκια τσακώθηκαν μεταξύ τους. Μικροί και μεγάλοι τσακώθηκαν. Έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Κάτι έσπασε μέσα στη παρέα. Αμέσως μετά κάποιοι έφυγαν. Μερικοί μεγάλοι έφυγαν. Αποχώρησαν είπαν γιατί δεν ταίριαζαν. Έφυγαν χωρίς να τους ενδιαφέρει τι θα γίνει αυτό που αγαπούσαν. Αυτό που έφτιαχναν.

Έμειναν λίγα παιδάκια. Δεν πείραζε όμως. Μερικοί φεύγουν, μερικοί έρχονται. Ξαφνικά όμως, οι μεγάλοι που έφυγαν, λένε: "Θα φτιάξουμε κάτι δικό μας. Σαν αυτό που αφήσαμε πίσω". Άρχισαν όμως να παίρνουν παιδάκια από τη παρέα. Και άρχισαν να παίρνουν κομμάτια από αυτό που έφτιαχνε η παρέα. Από τα παιδάκια. Άφησαν πίσω τους μία διαλυμένη παρέα και αυτό που έφτιαχναν έτοιμο να πέσει. Το παιδάκι της ιστορίας μας, μακριά από τη παρέα και όλα ήταν έτοιμα να διαλυθούν. Όμως δεν έγινε αυτό. Το παιδάκι δεν το άφησε να γίνει. Δε θα μπορούσε να το αφήσει να γίνει αφού το αγαπούσε.

Όπως συνεχίζει η ιστορία και φτάνει στο παρόν, λέει ότι το παιδάκι αυτό νευρίασε. Νευρίασε όχι με τα άλλα παιδάκια, αλλά επειδή μερικά πήγαν να χαλάσουν κάτι που έφτιαχναν όλα τα παιδάκια μαζί. Τα νεύρα του κράτησαν αρκετά λεπτά. Νευρίασε με τον εαυτό του επειδή ήταν παιδάκι. Επειδή δε σκέφτηκε. Επειδή έφυγε. Επειδή εμπιστεύτηκε. Επειδή κάτι πήγε στραβά. Τα νεύρα όμως μετατράπηκαν σε ιδέες. Σε δύναμη να ξεκινήσει ξανά. Έστω και από μακριά. Μάζεψε την παρέα, την οργάνωσε, βρήκε καινούρια παιδάκια, και άρχισε δυναμικότερα. Πολύ καλύτερα. Τελικά το παιδάκι μάλλον δεν είναι ίδιο με κανένα άλλο. Και πάλι καλά, γιατί δε θα διαβάζατε το 8ο τεύχος των ΚυβερνοΓράφων.

Ότι και να γίνει το παιδάκι θα... είμαι εδώ!

Καλή σας μέρα!

Αλέξανδρος

<-- (προηγούμενη σελίδα)

© 1996-97 Περιοδικό ΚυβερνοΓράφοι - Αλέξανδρος Μπούκουρης